- τριχωτός
- -ή, -ό / τριχωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τριχῶ]αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρόςνεοελλ.φρ. α) «τριχωτό δέρμα»ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχεςβ) «τριχωτό τής κεφαλής» — το επάνω μέρος τού κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιάγ) «τριχωτή γλώσσα»ιατρ. υπερτροφία και υπερκεράτωση τών τριχοειδών θηλών τής επιφάνειας τής γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την εντύπωση ότι η επιφάνειά της είναι τριχωτήαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριχωτάζώα που το δέρμα τους καλύπτεται με τρίχες («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.